Δευτ-Πεμ 8:30–15:30 Παρ. 8:30–14:30
210-7490800
Άρθρα-Τελευταία Νέα
Όταν οι δείκτες ευημερούν, αλλά…
Υπάρχει ένα διάχυτο στη κοινωνία μας αρνητικό ρεύμα σχετικά με την καθημερινότητα των εργαζομένων ανθρώπων, μολονότι επισήμως οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας (με εξαίρεση το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) δείχνουν ανάπτυξη και βελτίωση.
Πρόκειται δηλαδή για μια δυσαρμονία ανάμεσα στα χαρμόσυνα Δελτία Τύπου ελληνικά και ξένα, που αναφέρονται στα επιτεύγματα της οικονομικής πολιτικής και στη πραγματική κατάσταση που βιώνει ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος πολίτης. Μία κατάσταση που περιγράφει τόσο το βάρος που φορτώνεται στη διεκπεραίωση των τρεχουσών οικογενειακών του αναγκών όσο και στην έλλειψη αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης για το πιθανολογούμενο μέλλον του.
Με άλλα λόγια υπάρχει ένας κυοφορούμενος αρνητισμός που κυρίως έχει να κάνει με τις προσδοκίες ζωής του μέσου ανθρώπου απέναντι στα ερχόμενα, απέναντι σε αυτό που κάποτε ονομάζαμε ευτυχισμένη ζωή.
Σε όλες τις κοινωνίες και περισσότερο στη δική μας όλα τα ευρήματα πρέπει να εξετάζονται με το στοιχείο της σύγκρισης, αφού εμείς ξεχνάμε απίστευτα γρήγορα σε σχέση με άλλους. Βεβαίως ακόμα και στην περίπτωση που το σημερινό επίτευγμα είναι συγκριτικά καλύτερο από το χθεσινό, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και τα δύο είναι αντικείμενα κριτικής και αναζήτησης των αιτίων που τα προκάλεσαν. Έτσι και στις δύο περιπτώσεις, της καλής και κακής εκδοχής, οφείλουν να λαμβάνονται υπόψη οι συγκυρίες, οι αστοχίες και οι δυνατότητες βελτίωσης, έτσι ώστε το καλό να γίνεται καλύτερο και το κακό να μην επαναλαμβάνεται.
Στη χώρα μας, ειδικά, αξίζει να εξετασθεί μεμονωμένα όχι μόνο το οικονομικό αλλά και το ψυχολογικό βάθος της οικονομικής κρίσης που βιώσαμε πρόσφατα, που για πολλούς πήρε διαστάσεις ανθρωπιστικής κρίσης και άφησε κακούς απογόνους. Όποιος για παράδειγμα για πρώτη φορά είδε άστεγους να κοιμούνται στα πεζοδρόμια και στα παγκάκια, όποιος είδε τις ουρές στα οργανωμένα συσσίτια είναι σίγουρο πως δεν θα τα ξεχάσει και θα παρακαλεί στην προσευχή του να μην τα ξαναδεί ποτέ.
Επειδή όμως κάτι τέτοιο εξαρτάται από πολλούς, εύχεται απελπισμένα να έχουν πάρει όλοι το ίδιο μήνυμα, να είμαστε δηλαδή όλοι αυστηρά δεσμευμένοι ώστε να μην ξαναγίνουν τα ίδια λάθη, μη λησμονώντας βέβαια τα προηγηθέντα ούτε παραγράφοντας τις ευθύνες των υπαιτίων για αυτά.
Έτσι μόνο μπορούμε να αποκτήσουμε ένα μπούσουλα ασφάλειας από εκείνους που δημιουργεί η ζώσα μνήμη και η ασφαλής γνώση, μετά την παρέλευση του απαραίτητου χρονικού διαστήματος, που είναι αναγκαίο για την αγρανάπαυση του μυαλού μας.
Σήμερα, είμαστε λοιπόν μια κοινωνία που βγήκε πρόσφατα τραυματισμένη από μια μεγάλη κρίση.
Δεν είμαστε όμως μόνον αυτό.
Είμαστε μια κοινωνία που βγήκε τραυματισμένη από μια κρίση τα αίτια της οποίας κατά κανόνα ήταν για πολλά χρόνια η κινητήριος δύναμη «ένδοξων» πολιτικών που λαϊκίζοντας αφόρητα χρύσωναν το παρόν υποθηκεύοντας ανενδοίαστα το μέλλον.
Σήμερα με όσα συμπεράσματα, με όσα «δια ταύτα» έχει ο καθένας εισπράξει βρισκόμαστε σε ένα άλλο περιβάλλον που οι δείκτες ευημερούν αλλά η καθημερινότητα φαίνεται να πάσχει.
Το λένε οι στατιστικές, το λένε οι δημοσκοπήσεις, τα δελτία ειδήσεων αλλά και όλα τα επεισόδια μιας βαριάς καθημερινότητας των περισσοτέρων.
Για τις οικονομικοτεχνικές αναλύσεις του φαινομένου θα μιλήσουν άλλοι, ειδικότεροι εμού.
Εγώ κοινωνιολογικά ακουμπώντας το θέμα περιορίζομαι σε μια-δυο παρατηρήσεις.
Νομίζω πως ζούμε πια σε ένα περιβάλλον απολύτως μη συνεκτικής κοινωνίας, απόλυτα αποστασιοποιημένης και ετερόκλητης.
Δεν ξέρω αν είμαστε κοινωνία των 2/3 ή του 1/3 . Αισθάνομαι έντονα την έλλειψη συνδετικού ιστού και μια κλασματικοποίηση τόσο των δυνατοτήτων όσο και των προοπτικών.
Ο καθείς για την πάρτη του και ο Θεός για όλους.
Επιπλέον πιστεύω πως ζούμε σε μια κυρίαρχη συνθήκη του «δεν με αφορά». Αν για παράδειγμα αναβαθμίστηκε από τους οίκους αξιολόγησης η ελληνική οικονομία δεν νομίζω πως αφορά τους νέους που με καλά πτυχία και μεταπτυχιακούς τίτλους βρίσκουν δουλειές χαμηλής δεξιότητας, αν δεν εγκαταλείψουν τελικά τη χώρα προς εύρεση καλύτερης τύχης.
Ούτε η ανάπτυξη σε ποσοστό του ΑΕΠ νομίζω πως αφορά τον οικογενειάρχη που για πενήντα τετραγωνικά οικοδομής πενήντα χρόνων του ζητάνε ενοίκιο πάνω από το μισό του μισθού του, αν βέβαια είναι τυχερός και δεν παίρνει τον βασικό.
Όταν μόνο το 11% των μισθωτών της χώρας (ΕΡΓΑΝΗ) παίρνουν πάνω από 2000 μικτά, τότε ο μήνας βγαίνει μόνο με «μαύρα» και η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής δεν αφορά κανένα.
Τέλος, όταν ένας στους πέντε Έλληνες σήμερα είναι άνω των 65 ετών δεν νομίζω πως η υπογεννητικότητα και το θέμα «οικογένεια» αφορά και πολύ τους νέους μέχρι 29 ετών που μετέχουν στην αγορά εργασίας κατά 35% όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι άνω του 50%.
Κλείνω με κάτι που αποκάλυψε ο πρόεδρος της ΕΑΕΕ, κος Αλ. Σαρρηγεωργίου, ότι δηλαδή ο μέσος πολίτης του ΟΟΣΑ έχει στην άκρη αποταμιεύσεις 8 μηνών, ενώ ο Έλληνας έχει για 5 ημέρες.
Εάν οι παραπάνω παρατηρήσεις σημαίνουν κάτι, τότε όλοι οι απανταχού έχοντες θέσεις ευθύνης οφείλουν να κάνουν κάτι.
Διαφορετικά, πολύ σύντομα θα ακούσουμε τον επελαύνοντα θόρυβο του «δεν με αφορά» μέσα στην αυλή μας και στις δουλειές μας.
Δημήτρης Τσεκούρας
CEO, ARAG SE Υποκατάστημα Ελλάδος